υπόξινος

υπόξινος
acidulous

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπόξινος — η, ο, Ν ο κάπως ξινός, ξινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + όξινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υπόξινος — η, ο κάπως ξινός, ξινούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόξινος — η, ο ο ελαφρά ξινός, ξινούτσικος, υπόξινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ξινός] …   Dictionary of Greek

  • ξινοφέρνω — έχω κάπως ξινή γεύση, είμαι ξινούτσικος, υπόξινος …   Dictionary of Greek

  • ξινούτσικος — η, ο 1. (υποκορ. τού ξινός) υπόξινος, λίγο ξινός, κάπως ξινός 2. μτφ. αυτός που είναι κάπως ακριβός («αυτό το φόρεμα είναι ωραίο, αλλά ξινούτσικο») …   Dictionary of Greek

  • ομφακίας — ὀμφακίας, ὁ (Α) 1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια 2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί»… …   Dictionary of Greek

  • παροξίζω — Α ξινίζω λίγο, είμαι υπόξινος, έχω λίγη ξινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀξίζω «ξινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπαυστηρός — ά, όν, και ὑπαύστηρος, ον, Α (για γεύση) οξύς, δριμύς, υπόξινος («γευσαμένῳ... ἐν τῷ γλυκεῑ ὑπαυστηράν», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐστηρός «πικρός, οξύς, στυφός»] …   Dictionary of Greek

  • ύποξυς — υ, Α [ὀξύς] ο κάπως ξινός, υπόξινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”